- κτήτορι
- κτήτωρpossessormasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Minuscule 276 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 276 Text Gospels Date 1092 Script Greek … Wikipedia
κτήτορας — ο, θηλ. κτητόρισσα (AM κτήτωρ, ορος, Μ θηλ. κτητόρισσα) κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης («τῷ κτήτορι τοῡ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.) μσν. αρχ. (για ναούς, μονές, ιδρύματα) ιδρυτής, κτίτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη τού κτῶμαι, πρβλ. μελλ. κτή σομαι +… … Dictionary of Greek